προύνεικος

προύνεικος
προύνεικος (-ικος)
Grammatical information: m.
Meaning: After the lexx. `one who brings goods from the market on payment' (Com. Adesp., Hdn. Gr., Ael. Dion., H., Eust.), also as des. of a quick-footed or socially low man (Herod., H.); also adj. (AP 12, 209) ?; from it προυνικία H. s. σκίταλοι.
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Popular word, often as nom. agentis derived from προ-ενεῖκαι (Eust. a.o., Nilsson Eranos 45, 169 ff. w. lit.), which both because of the formation (from ipv.?) and because of the hard to understand prefix seems doubtful. After others (AB, EM as alternative; cf. also D. L. 4, 6 θορυβώδεις καὶ προυνείκους) to νεῖκος; to be rejected.
Page in Frisk: 2,604

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προύνεικος — one who bears burdens out of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προύνεικος — ὁ, ΜΑ, και προύνικος και προυνικός, Α 1. αυτός που έναντι αμοιβής μεταφέρει στο σπίτι τα όσα αγοράστηκαν στην αγορά 2. (ως ύβρις) ποταπός, ουτιδανός («τοὺς θορυβώδεις πάντας καὶ προυνίκους ὑποστέλλειν αὐτοῡ τῇ παρόδῳ», Διογ. Λαέρ.) 3. ως επίθ.… …   Dictionary of Greek

  • προυνείκοισι — προύνεικος one who bears burdens out of masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προυνείκους — προύνεικος one who bears burdens out of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προύνεικοι — προύνεικος one who bears burdens out of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προύνεικον — προύνεικος one who bears burdens out of masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προυνικία — ἡ, Α 1. λαγνεία 2. ασελγής, ακόρεστη διαγωγή 3. ακολασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < προύνικος, άλλος τ. τού προύνεικος] …   Dictionary of Greek

  • προυνικεύω — Α (στους Γνωστικούς) ασελγώ, διακορεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προύνικος, άλλος τ. τού προύνεικος] …   Dictionary of Greek

  • προύνικος — ὁ, Α βλ. προύνεικος …   Dictionary of Greek

  • φόρταξ — ακος, ὁ, ΜΑ μσν. φορτικός, ενοχλητικός αρχ. 1. αχθοφόρος 2. φορτηγό πλοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φόρτος + επίθημα αξ, ακος (πρβλ. δόν αξ). Η αρχική σημ. τής λ. «αχθοφόρος» εξελίχθηκε «επί κακώ» για να δηλώσει τον ενοχλητικό, πιθ. εξαιτίας τής κακής φήμης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”